Ανακοίνωση της ΚΕ των ΣΚΔ για τα σύνθετα καθήκοντα του κινήματος της Κομμουνιστικής Συνέπειας

Οι πρόσφατες εξελίξεις γεννούν ιδιαίτερες ευθύνες για τις οργανώσεις που θέλουν να έχουν μία αναφορά στην κομμουνιστική συνέπεια. Βασικά ζητήματα είναι η στάση των Συνεπών Κομμουνιστών απέναντι στην εξελισσόμενη φασιστικοποίηση της κοινωνικής πολιτικής ζωής, η άνοδος διαφόρων μορφών διακρίσεων (οι οποίες και απορρέουν από την βασική διάκριση, την ταξική), η επικράτηση και η ένταση της αντεργατικής επίθεσης, η ενίσχυση του ρεφορμισμού, η ιδεολογική – πολιτική σύγχυση που επικρατεί στο κίνημα, το οποίο και συχνά καταλήγει να αναζητεί δόγματα αντί για εργαλεία επιστημονικής διαλεκτικής – υλιστικής μελέτης.

ΜΕΡΟΣ Α’ – ΦΑΣΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

  • Συχνά γίνεται αναφορά στην τάση της φασιστικοποίησης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Αυτό είναι ορθό, όμως δεν έχουμε δώσει ως τώρα σαφές περιεχόμενο στην έννοια αυτή καθ’ εαυτή. Αν θα μπορούσαμε κατά μίαν έννοια να συνοψίσουμε το ζήτημα αυτό σε μία σύντομη φράση θα λέγαμε ότι η φασιστικοποίηση είναι η επικράτηση πρακτικών ολοκληρωτισμού στην κοινωνική και πολιτική ζωή σε συνδυασμό με πρακτικές που αποσκοπούν στην επικράτηση πολιτικών ευνοϊκών για την αστική τάξη.
  • Σε αυτήν την κατεύθυνση (της φασιστικοποίησης) συμβάλουν πολιτικές οργανώσεις που ανήκουν στην ακροδεξιά, στον φασισμό – ναζισμό, αλλά και οργανώσεις που ανήκουν στον χώρο της ρεφορμιστικής – ρεβιζιονιστικής αριστεράς. Πρακτικές της φασιστικοποίησης είναι και οι επιθέσεις σε πρόσφυγες – μετανάστες, ακτιβιστές, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας κοκ, αλλά είναι και οι πρακτικές ορισμένων οργανώσεων που θέλουν να γίνονται «ταξιθέτες» του κινήματος, διαιτητές και διαχειριστές της αστικής τάξης, καλλιεργητές της διχόνοιας μέσω του ρατσισμού και της ομοφοβίας. Φασιστικοποίηση στο σήμερα είναι και η διαιώνιση αυταπατών ως προς τον ρόλο του κοινοβουλίου, το κάλεσμα να βαδίσουν οι εργάτες και οι εργαζόμενοι εν γένει κάτω από την σημαία της αστικής τάξης.
  • Φυσικά, η φασιστικοποίηση δεν έχει μόνο εξωθεσμικά μέσα, αλλά και απόλυτα θεσμικά. Η τελική επικράτηση του φασιστικού καθεστώς, άλλωστε, πάντοτε χρειάζεται και ένα προκάλυμμα νομιμότητας, αλλά και ένα σύνολο θεσπισμένων νόμων – απαράβατων εντολών. Χαρακτηριστική εξέλιξη σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η απαγόρευση δημοσιοποίησης στοιχείων ακροαματικών (δικαστικών) διαδικασιών με τον νόμο Φλωρίδη.

ΜΕΡΟΣ Β’ – ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

  • Είναι γεγονός ότι στην σημερινή περίοδο υπάρχουν και αναπαράγονται διακρίσεις (ρατσισμός, μισογυνισμός, αντισημιτισμός, ΛΟΑΤΚΙφοβία, ισλαμοφοβία). Οι διακρίσεις αυτές δεν αφορούν (κατά γενικό κανόνα) το σύνολο των ομάδων που θίγονται από τις αντιλήψεις αυτές, αλλά αντίθετα αφορούν κυρίως το μέρος των ατόμων αυτών των ομάδων που ανήκουν στην εργατική τάξη ή στα σύμμαχα στρώματα. Οι διακρίσεις και ο ρατσισμός, λοιπόν, είναι ένα φαινόμενο ταξικό και διόλου ξεκομμένο από την ταξική πάλη. Καλλιεργείται και αξιοποιείται από την Αστική Τάξη και τους μηχανισμούς της ως ένα μέσο πίεσης και διασποράς διχόνοιας μεταξύ της εργατικής τάξης.
  • Καθήκον των συνεπών Κομμουνιστικών οργανώσεων είναι να ανταπαντήσουν σε αυτήν την τάση. Αυτή η απάντηση χρειάζεται αναβαθμισμένη ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση που δεν μπορεί να υιοθετεί ξεπερασμένες μεθόδους και να σπαταλά πόρους και δυνάμεις σε αυτές. Με αυτό εννοείται ότι δεν μπορούμε να αναλωνόμαστε μόνο σε έντυπες μορφές προπαγάνδας, απαιτείται αναβαθμισμένη διαδικτυακή παρουσία.

ΜΕΡΟΣ Γ’ – Η ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ

  • Παρατηρείται την ίδια στιγμή ένταση της αντεργατικής επίθεσης από την Αστική Τάξη και το Πολιτικό Προσωπικό της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η επιβολή της 6ήμερης εργασίας, οι εξώσεις κλπ.
  • Ειδικά σε ό,τι αφορά το ζήτημα της 6ήμερης 9ωρης εργασίας (που ξεκινάει από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά δεν αποκλείεται να επεκταθεί και σταδιακά στον δημόσιο), θα ήταν ωφέλιμο να καταδειχθεί ότι η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται σε «ιδεοληψίες» της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ούτε σε παρεκκλίσεις από κάποια «Ευρωπαϊκά πρότυπα». Παρά το ότι πράγματι ορισμένες χώρες της ΕΕ υιοθετούν την 4ήμερη εργασία και μείωση των ωρών εργασίας ημερησίως, αυτό οφείλεται και στην οικονομική εκμετάλλευση και εξάρτηση άλλων οικονομιών.
  • Η απάντηση σε αυτήν την εξέλιξη δεν μπορεί να είναι παρά κινηματική, λαϊκή, μαζική αλλά και με πολιτικό περιεχόμενο. Τίθεται και από τα προγραμματικά μας κείμενα, άλλωστε, ότι ευθύνη των συνεπών κομμουνιστών είναι να συμβάλλουν στην πολιτικοποίηση των κινημάτων σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, αυτή της αντικαπιταλιστικής σοσιαλιστικής ανατροπής.

ΜΕΡΟΣ Δ’ – Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΥ

  • Είναι γενική ομολογία πως παρατηρείται μία τάση ενίσχυσης του ρεφορμισμού- ρεβιζιονισμού. Αυτή αποτυπώνεται κυρίως από την υπερπροβολή των δυνάμεων και μορφωμάτων αυτού του χώρου μέσα από τα ΜΜΕ. Αποδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο ότι η αστική τάξη δεν φοβάται καθόλου το περιεχόμενο των θέσεων αυτών των οργανώσεων/δυνάμεων, αλλά αντίθετα αυτά τα μορφώματα αποτελούν «παιδιά» της αστικής τάξης.
  • Η ενίσχυση αυτή, όμως, δεν συντελείται κινηματικά και λαϊκά. Στο επίπεδο των κινημάτων γίνεται όλο και πιο σαφής η τάση αποδυνάμωσης τέτοιων χώρων στα κινήματα, ενώ στις πρόσφατες ευρωεκλογές παρατηρήθηκε και πτώση στον απόλυτο αριθμό ψήφων.
  • Καθήκον μας στο επόμενο διάστημα είναι να εξασφαλίσουμε ότι αυτός ο κόσμος που απομακρύνεται από τέτοιους χώρους δεν θα αποστρατεύεται από την ταξική πάλη, δεν θα αναζητεί ένα «πολιτικό σπίτι» σε χώρους που ανοιχτά ή συγκαλυμμένα δεν υπηρετούν τα συμφέροντά του, αλλά ούτε και σε χώρους που οδηγούν σε πολιτικά αδιέξοδα.

ΜΕΡΟΣ Ε’ – Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΧΥΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΣΚΔ

  • Η κατάσταση στο κίνημα είναι σε γενικές γραμμές αρνητική. Η κυρίαρχη ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί δεν αφήνει κανένα ανεπηρέαστο (ένας κανόνας από τον οποίο ούτε εμείς εξαιρούμαστε), ενώ έννοιες όπως η Κομμουνιστική Συνέπεια έχουν συρθεί στην λάσπη του χλευασμού από δυνάμεις που έχουν δώσει τα καλύτερα διαπιστευτήρια στο σύστημα. Γεννάται για εμάς η υποχρέωση να εξηγήσουμε τι είναι αυτή η έννοια, πώς εννοείται η κομμουνιστική συνέπεια στο σήμερα.
  • Η Κομμουνιστική Συνέπεια είναι διαμετρικά αντίθετη με τον δογματισμό. Ο δογματισμός είναι αντι-Μαρξισμός. Κομμουνιστική Συνέπεια σημαίνει ότι μέσα από την Μαρξιστική – Λενινιστική κοσμοθεωρία οδηγούμαστε σε αναλύσεις, μέσα από την (μαρξιστική) επιστημονική μέθοδο της μελέτης της διαλεκτικής, βλέποντας τα νέα δεδομένα και καταρρίπτοντας τις χτισμένες «βεβαιότητες».
  • Στο επόμενο διάστημα, και μέχρι την Γ’ Συνδιάσκεψη, θα πρέπει να εντείνουμε την παρέμβασή μας στο κίνημα, να λάβουμε μέτρα για την ποιοτική μας ανάπτυξη και στην συνέχεια για την βελτίωση του δυναμικού μας.
  • Την ίδια στιγμή, είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε στην αναβάθμιση και ολική ψηφιοποίηση των εντύπων μας, όπως η Φωνή της Αλήθειας.
  • Αυτά τα μέτρα πρέπει να έρθουν με βελτίωση και των δομών μας: είναι πλέον ώριμο να ανοίξει συζήτηση για τελικές τροποποιήσεις στο τρέχον σχέδιο Καταστατικού και Προγραμματικών Θέσεων, ξεπερνώντας αδυναμίες και αναντιστοιχίες που έχουν ως τώρα καταγραφεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αναφορά στην Σκέψη Μάο Τσετούνγκ, καθώς συνιστά ένα ζήτημα που δεν έχει συζητηθεί αρκετά στις γραμμές της Οργάνωσης και είναι λαθεμένο να αναφέρεται κατά τόσο γενικό τρόπο μία ολόκληρη Σκέψη, της οποίας υιοθετούνται μόνο ορισμένες πλευρές, ενώ συλλογικά δεν έχει μελετηθεί σε επαρκή βαθμό.
  • Προκύπτει από τα παραπάνω, άλλωστε, ότι οι Συνεπείς Κομμουνιστές δεν αναζητούν ένα «ιερό κείμενο» για να το ανάγουν σε δόγμα, αλλά αντίθετα συνδυάζουν και εξελίσσουν διαλεκτικά την επαναστατική κοσμοθεωρία του Μαρξισμού – Λενινισμού. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και σπουδαία ιδεολογικά, πολιτικά, φιλοσοφικά κείμενα μπαίνουν κάτω από έντιμη κριτική και ανοίγει, έτσι, ένας διάλογος γύρω απ’ αυτά.
  • Τέθηκαν παραπάνω κάποια ζητήματα. Είναι αναγκαία η επανατροποποίηση Καταστατικού και Προγραμματικών Θέσεων, η βελτίωση της δράσης μας σε γειτονιές και στα κινήματα. Στο πλαίσιο αυτό απευθύνουμε και πλατύ κάλεσμα να έρθουν σε επαφή μαζί μας οι εργαζόμενοι, να στρατευτούν κάτω από την σημαία της Κομμουνιστικής Συνέπειας.